Οι αρτηρίες φέρνουν οξυγονωμένο αίμα από την καρδιά προς το υπόλοιπο σώμα. Οι φλέβες επαναφέρουν το αίμα (πτωχότερο σε οξυγόνο) πίσω στην καρδιά.
Υπάρχουν τρεις ομάδες φλεβών στα κάτω μέλη: (i) οι επιπολής φλέβες (δηλαδή, της επιφάνειας) που είναι πιο κοντά στο δέρμα, (ii) οι εν τω βάθει φλέβες (δηλαδή, του βάθους) που βρίσκονται μέσα στις μυϊκές ομάδες και (iii) οι διατιτρώσες (ή διατιτραίνουσες) φλέβες που συνδέουν τις επιπολής με τις εν τω βάθει φλέβες.
Οι φλεβικοί κιρσοί είναι το αποτέλεσμα της επιμήκυνσης και διαπλάτυνσης των φλεβών που βρίσκονται κάτω από το δέρμα μέσα στο υποδόριο λίπος, και εμφανίζονται κυρίως στα κάτω μέλη. Αυτή η μεγέθυνση των φλεβών οφείλεται σε εξασθένηση του φλεβικού τοιχώματος και σε κακή λειτουργία των βαλβίδων που ρυθμίζουν τη ροή του αίματος μέσα στις φλέβες. Οι κιρσοί συμβαίνουν στις επιπολής φλέβες και ποικίλουν σε μέγεθος από τις ελάχιστα διαπλατυσμένες φλέβες μέχρι τις πολύ ελικοειδείς, κακής κατάστασης φλέβες, και μπορεί να συνοδεύονται από δερματικές αλλοιώσεις και άτονα έλκη.
Εσφαλμένη είναι η εκλαϊκευμένη χρήση του όρου φλεβίτιδα όταν κάποιος αναφέρεται απλά στο πρόβλημα των κιρσών των κάτω άκρων. Μιλώντας επιστημονικά, φλεβίτιδα σημαίνει φλεγμονή μιας φλέβας, που σχεδόν πάντοτε συνυπάρχει με θρόμβωσή της, και μόνο σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να χρησιμοποιείται.
Οι ευρυαγγείες μπορεί να είναι η πρώτη εκδήλωση αυξημένης φλεβικής πίεσης στα κάτω άκρα. Είναι διαπλατυσμένες φλέβες του δέρματος στους μηρούς, τις κνήμες ή γύρω από τους αστραγάλους, και σπανιότερα στα πόδια (άκρους πόδες). Συνήθως εμφανίζονται σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας ή μεγαλύτερες. Άλλες ονομασίες για τις ευρυαγγείες είναι αραχνοειδείς φλέβες ή σπασμένα αγγεία.
Οι ευρυαγγείες διακρίνονται σε:
Τηλαγγειεκτασίες, οι οποίες είναι βυσσινί χρώματος ενδοδερμικές φλέβες (εύρους μέχρι 1mm)
Δικτυωτές φλεβεκτασίες [reticular veins], οι οποίες είναι πρασινο-μπλε χρώματος υποδερμικές φλέβες (εύρους 1-3mm)
Αποτελούν κυρίως αισθητικό πρόβλημα και σπανίως προκαλούν ενοχλήματα, όπως εντοπισμένο πόνο και κάψιμο ή αίσθημα βάρους (μυϊκής κόπωσης) της γάμπας.
Η πιο αποτελεσματική μέθοδος αντιμετώπισης των ευρυαγγειών είναι με σκληροθεραπεία.
Η μεταφορά του αίματος από τα πόδια προς την καρδιά με τις φλέβες των κάτω μελών επιτυγχάνεται με μια σειρά βαλβίδων που υπάρχουν στο εσωτερικό τους τοίχωμα, οι οποίες, σαν φράγματα, ανοίγουν για να επιτρέψουν τη ροή του αίματος προς την καρδιά, και κλείνουν για να εμποδίσουν τη ροή του αίματος προς την αντίθετη κατεύθυνση. Με αυτόν τον τρόπο η ροή του αίματος έχει πάντοτε κατεύθυνση προς την καρδιά.
Σε ορισμένες καταστάσεις, αυτές οι βαλβίδες δεν κλείνουν σωστά αφήνοντας ένα κενό μεταξύ τους. Έτσι δεν μπορούν να εμποδίσουν την παλινδρόμηση του αίματος προς τα πίσω (μακριά από την καρδιά), με συνέπεια το αίμα να λιμνάζει παθητικά μέσα στις φλέβες του μέλους όταν κάθεστε συχνά ή στέκεστε για πολλή ώρα. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται επιπολής φλεβική παλινδρόμηση και μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία κιρσών.
Υπολογίζεται ότι το 40% των γυναικών έχει σε κάποιο βαθμό κιρσούς, ενώ ευρυαγγείες έχει το 80-90%. Στους άνδρες είναι κάπως λιγότερο συχνές αυτές οι φλεβικές παθήσεις (30-35%). Υπάρχει οικογενής τάση στην ανάπτυξη πρωτοπαθών κιρσών και ευρυαγγειών και ίσως υπάρχει κληρονομικός παράγοντας.
Η αυξημένη συχνότητα κιρσών, οι οποίοι προκαλούν ενοχλήματα, στις γυναίκες μπορεί να έχει ορμονική αιτιολογία. Υπολογίζεται ότι το 25% των γυναικών με κιρσούς έχουν πόνο στους κιρσούς όταν περιμένουν έμμηνο ρύση. Άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες είναι η παχυσαρκία και επαγγέλματα που απαιτούν πολύωρη ορθοστασία.
Πλην των πρωτοπαθών, υπάρχουν οι δευτεροπαθείς κιρσοί, όπου η βαλβιδική παλινδρόμηση στις επιπολής φλέβες του μέλους έχει αιτία την απόφραξη των εν τω βάθει φλεβών του, συνήθως ως συνέπεια προηγηθείσας φλεβικής θρόμβωσης, και οι συγγενείς κιρσοί, όπως στο σύνδρομο Klippel-Trenaunay (φλεβική δυσπλασία).
Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι θεραπείας των κιρσών και η καθεμία έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της. Είναι σημαντικό να επιλεγεί η σωστή μέθοδος για την περίπτωσή σας, επειδή διαφορετικές φλέβες απαντούν καλύτερα σε διαφορετική μέθοδο. Έτσι, η επέμβαση μπορεί να διαφέρει από άτομο σε άτομο ανάλογα με το μέγεθος και την έκταση των κιρσών, καθώς και με τις θέσεις στις οποίες εντοπίζονται οι χαλασμένες φλεβικές βαλβίδες.
Συνήθως το πρόβλημα εντοπίζεται στη μείζονα σαφηνή φλέβα, που είναι η μακριά επιπολής (επιφανειακή) φλέβα η οποία διατρέχει στην έσω επιφάνεια του κάτω μέλους. Για εκρίζωση [stripping] της μείζονος σαφηνούς φλέβας γίνεται μια τομή μήκους 3-4 εκατοστών στην πτυχή του δέρματος στη βουβωνική χώρα. Εκεί δένεται και διαιρείται η μείζων σαφηνής φλέβα κοντά στη συμβολή της με τη κοινή μηριαία φλέβα. Στη συνέχεια η σαφηνής φλέβα εκριζώνεται με ένα ειδικό σύρμα [stripper] που περνιέται μέσα στον αυλό της συνήθως μέχρι λίγο κάτω από το γόνατο με τη βοήθεια μιας τομής στο σημείο αυτό. Με τον τρόπο αυτό αφαιρείται η υπεύθυνη φλέβα για τη δημιουργία των κιρσών. Λιγότερο συχνά, όταν υπεύθυνη είναι η ελάσσων σαφηνής φλέβα, γίνεται μια τομή μήκους 3 εκατοστών οριζόντια πίσω από το γόνατο, όπου δένεται και διαιρείται αυτή η φλέβα κοντά στη συμβολή της με την ιγνυακή φλέβα.
Επίσης, γίνονται φλεβεκτομές ή κιρσεκτομές, δηλαδή αφαιρούνται οι ορατοί κιρσοί με μικροτομές (ήτοι, με πολύ μικρές τομές μήκους ελαχίστων χιλιοστών) σε αποστάσεις λίγων εκατοστών μεταξύ τους. Οι μικρές τομές γενικά δεν χρειάζονται ράμματα αφού επουλώνονται πολύ καλά μόνες τους. Οι μεγαλύτερες τομές ράβονται με Nylon ή με απορροφήσιμα ράμματα. Τέλος, τοποθετείται έκκεντρη συμπιεστική επίδεση στο μέλος από τα δάκτυλα μέχρι τη βουβωνική περιοχή και επιπλέον κάλτσα αντιεμβολισμού ριζομηρίου.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, εφαρμόζονται και νέες χειρουργικές μέθοδοι για τη θεραπεία των κιρσών του κάτω άκρου, που είναι μεν λιγότερο επεμβατικές, αλλά επίσης απαιτούν χειρουργικές τομές για να αφαιρεθούν οι κιρσοί. Η διαφορά τους είναι ότι δεν εκριζώνεται η σαφηνής φλέβα, αλλά με τη χορήγηση θερμικής ενέργειας απευθείας στο εσωτερικό της τοίχωμα διαμέσου εύκαμπτου καθετήρα (που τοποθετείται μέσα στη φλέβα) γίνεται θερμική κατάλυσή της [thermal ablation]. Το αποτέλεσμα είναι η ανάπτυξη ίνωσης, δηλαδή αντικατάσταση της φλέβας από ουλώδη συνδετικό ιστό, και η απορρόφησή της τελικά από τον οργανισμό.
Τεχνικές θερμικής κατάλυσης είναι η σύγκλειση με ραδιοσυχνότητες (radiofrequency closure, RFC) και η θεραπεία με ενδοφλεβικό λέιζερ [endovenous laser therapy, EVLT]. Αυτές οι τεχνικές είναι εφικτές χωρίς γενική αναισθησία, όμως απαιτούν χορήγηση τοπικής διογκωτικής [tumescent] αναισθησίας. Βεβαίως, και στις περιπτώσεις θερμικής κατάλυσης απαιτούνται φλεβεκτομές (κιρσεκτομές) με μικροτομές και γίνεται τοποθέτηση πιεστικής επίδεσης στο μέλος από τα δάκτυλα μέχρι τη βουβωνική περιοχή. Κάποιοι περιορισμοί που υπάρχουν πρέπει να εξηγούνται λεπτομερώς στους ασθενείς πριν επιλεγεί η θερμική κατάλυση ως μέθοδος θεραπείας.
Μια άλλη λιγότερο επεμβατική μέθοδος είναι η «χημική κατάλυση (chemical ablation) της σαφηνούς φλέβας, δηλαδή σκληροθεραπεία με αφρό του στελέχους της σαφηνούς φλέβας υπό καθοδήγηση με υπερήχους, που μπορεί να μην απαιτεί καν τοπική αναισθησία. Η ένεση του σκληρυντικού ερεθίζει το εσωτερικό της φλέβας με αποτέλεσμα τα τοιχώματα της φλέβας να κολλήσουν μεταξύ τους και να μην κυκλοφορεί αίμα μέσα στην καταλυθείσα φλέβα. Αυτή η διεργασία προκαλεί την αντικατάσταση της φλέβας από ουλώδη συνδετικό ιστό, και τελικά απορρόφησή της από τον οργανισμό σε λίγους μήνες. Όμως έχει ακόμη λιγότερες ενδείξεις και όχι ισάξια αποτελέσματα με τις προαναφερθείσες τεχνικές.